1.Ο διάλογος της ανταμοιβής
Στο σπίτι
(Βαρετή εισαγωγή για να μπείτε στο θέμα) Ο μπαμπάς μου έχει σα χόμπυ το ψάρεμα. Βασικά, σα τον κάθε μεσήλικα που γερνά και σέβεται τον εαυτό του, την έχει δει ότι θέλει να γίνει αγρότης και ψαράς και να αφήσει την Αθήνα μόλις πάρει σύνταξη. Όλα καλά (λέμε τώρα!).
Παρόλο που κ ο παππούς ήταν ψαράς δεν μας έμεινε ποτέ μια βάρκα ή ένα καΐκι ώστε να κάνει το κέφι του ο ντάντυ, οπότε πήγαινε και ψάρευε κολυμπώντας με το δίχτυ μέσα σε μια λεκάνη αγκαλιά (Ο μαζόχας). Έλα μου όμως που καμιά φορά μας θυμάται και η τύχη και του έκατσε να «κληρονομήσει» μια βάρκα από ένα θείο που μας… «χαιρέτησε». Μιλάμε για μια βάρκα καρυδότσουφλο έτσι, δείτε και τη φωτογραφία που την είχα βγάλει το καλοκαίρι όταν ήταν παρατημένη στο παραιτημένο επίσης καφενείο του άλλου μου παππού σε ένα ορεινό χωριό (τόινγκ!) στα Χανιά (ξέρω, το έχω κουράσει πολύ, αλλά έτσι είμαι εγώ, αναλυτική!).
Δώσαμε και 200 ευρώ για να τη φέρουμε Αθήνα και δεν ξέρω και γω πόσα αλλά για να πάει στο χωριό εδώ (δεν παίρναμε μια καινούργια???).
Καλά, ο ντάντυ πανευτυχής, λες και είναι ο τύπος από τη διαφήμιση που «δεν ξέρει τι έχει» και τον χαιρετούν οι καπετάνιοι του πλοίου!
Και φτάνω στο διάλογο για τον οποίο διαβάζεται όλααα αυτά.
Βράδυ τώρα, και κάθονται χαλαροί στο σαλόνι μαμά και μπαμπάς.
Μαμά:
«Και πως θα την πεις την βάρκα?»Μπαμπάς:
«Ε Βαγγελιώ!» (έτσι λένε τη μαμά),σχεδόν ακαριαία και με ένα γλυκό χαμογελάκι και ένα υφάκι που υπονοούσε ότι αυτό ήταν αυτονόητο.
Μαμά:
«Εύα», όλο νάζι και κακό.
Μπαμπάς: «
Εύα», συγκαταβατικά και στο στυλ «ότι πεις εσύ».
Κάποιοι θα τρέξουν να πουν, να οι γυναίκες κάνουν κουμάντο στο σπίτι και έχουν τον έλεγχο όλων. Εμένα όμως, που ξέρω για ποιους ανθρώπους μιλάω, μου φάνηκε σαν την επιβεβαίωση όλων. Την αναγνώριση όλων των κόπων. Τη δήλωση «ακόμα σε αγαπάω και είσαι πρώτη στην καρδιά μου». Την δικαίωση όλων όσων έχει κάνει ο ένας για τον άλλο. Σαν μια μεγάλη ανταμοιβή, όσο χαζό και αν ακούγεται!
2. Ο διάλογος του αυτονόητου Στο τρένοΑκούγεται το κλασικό: «Επόμενη στάση: Μοναστηράκι»
Και έχω δίπλα μαμά με δύο ζουζούνια – κοριτσάκια, ξανθά, γλυκούλια, τσαχπίνικα, τα αγαπημένα μου.
Ρωτάει το ένα το μικρό:
«Τι είναι Μοναστηράκι?»Και απαντάει το άλλο, ως πιο έμπειρο:
«Α, εδώ κατεβαίνουν οι καλόγριες!».Μιλάμε εκείνη τι στιγμή παθαίνεις αυτό που θες να σκάσεις ένα χαμόγελο να το ευχαριστηθείς αλλά τρέμεις μήπως προσβάλεις τη μαμά τους ότι και καλά «τι χαζομάρες λένε τα παιδιά σου». Και όμως ήταν τόσο απλό και φυσιολογικό σα σκέψη! Για να ήταν ακόμα πιο πλήρες θα έπρεπε να πει «οι μικρές καλόγριες»!
Αντε σας κούρασα και δε μου αρέσουν τα μεγάλα ποστ! Με κουράζουν!
Αύριο θα δω και το 2 (του Παπαιωάννου ντε) και θα σας πω μετά (αν και σίγουρα θα πάθω κρίση ότι ήταν τέλειο).